εὐπαράκλητος

εὐπαράκλητος
εὐπαράκλητος, ον,
A easily influenced,

πρός τι Pl.Ep.328a

, cf. Aristaenet. 2.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευπαράκλητος — εὐπαράκλητος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με λόγια 2. αυτός που συγκατατίθεται εύκολα 3. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα κλητος (< παρακαλώ), πρβλ. α παράκ λητος, δυσ παρά κλητος)] …   Dictionary of Greek

  • εὐπαράκλητος — easily influenced masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαρακλήτως — εὐπαράκλητος easily influenced adverbial εὐπαράκλητος easily influenced masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαράκλητον — εὐπαράκλητος easily influenced masc acc sg εὐπαράκλητος easily influenced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαράκλητοι — εὐπαράκλητος easily influenced masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”